- υστερίζω
- Α [ὕστερος]1. (κυριολ. και μτφ.) μένω πίσω, καθυστερώ («ὑστερήσαντες οὐ πολλῷ», Θουκ.)2. (με γεν.) καθυστερώ, φθάνω αργά σχετικά με κάτι («τοὺς δ' ἀποστόλους πάντας ὑμῑν ὑστερίζειν τῶν καιρῶν», Δημοσθ.)3. έχω έλλειψη από κάτι, στερούμαι κάτι («ὑστερίζει τῆς ἀκμῆς τῆς ἐμαυτοῡ», Ισοκρ.)4. μτφ. (με γεν.) είμαι κατώτερος από κάποιον, υστερώ5. φρ. «ὑστερίζω τῶν συλλογισμῶν» — αδυνατώ να κατανοήσω τους συλλογισμούς (Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.